μιαροφαγία

μιαροφαγία
-ας
N 1 0-0-0-0-4=4 4 Mc 5,27; 6,19; 7,6; 11,25
eating of unclean food

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μιαροφαγία — η (Α μιαροφαγία) [μιαροφάγος] το να τρώει κανείς μιαρές, ακάθαρτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ωμο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • μιαροσιτία — μιαροσιτία, ἡ (Α) μιαροφαγία, το να τρώει κανείς ακάθαρτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + σιτία μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαρόσιτος (πρβλ. οικοσιτία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”